αιμοφιλία — Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι… … Dictionary of Greek
αιμοφιλικός — ή, ό [αιμοφιλία] 1. αυτός που πάσχει από αιμοφιλία 2. αυτός που αναφέρεται στην αιμοφιλία … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
αιματάρικος — η, ο [αιματάρης] αυτός που πάσχει από αιμοφιλία … Dictionary of Greek
αιμοφθαλμία — η Ιατρ. αιμορραγία στο εσωτερικό τού οφθαλμού, οφειλόμενη σε κάκωση ή αιμορραγική διάθεση (αιμοφιλία, νόσοι τών αγγειακών τοιχωμάτων κ.λπ.). Συνών. αιμόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophthalmia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (<… … Dictionary of Greek
ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… … Dictionary of Greek
οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… … Dictionary of Greek