αιμοφιλία

αιμοφιλία
η
(ιατρ.), κληρονομική αρρώστια κατά την οποία ο οργανισμός είναι επιρρεπής σε ακατάσχετη αιμορραγία: Ορισμένες βασιλικές οικογένειες μαστίζονταν από αιμοφιλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιμοφιλία — Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφιλικός — ή, ό [αιμοφιλία] 1. αυτός που πάσχει από αιμοφιλία 2. αυτός που αναφέρεται στην αιμοφιλία …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • αιματάρικος — η, ο [αιματάρης] αυτός που πάσχει από αιμοφιλία …   Dictionary of Greek

  • αιμοφθαλμία — η Ιατρ. αιμορραγία στο εσωτερικό τού οφθαλμού, οφειλόμενη σε κάκωση ή αιμορραγική διάθεση (αιμοφιλία, νόσοι τών αγγειακών τοιχωμάτων κ.λπ.). Συνών. αιμόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophthalmia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (<… …   Dictionary of Greek

  • ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… …   Dictionary of Greek

  • οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”